- γουναρικό
- τοη γούνα: Είναι έμπορος γουναρικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουναρικό — το 1. η γούνα 2. γυναικείο ένδυμα κατασκευασμένο από γούνα 3. σύνολο γουναρικών μιας οικογένειας … Dictionary of Greek
ερμίνα — (hermine). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Περιλαμβάνει μικρά και αρπακτικά σαρκοφάγα ζώα που ζουν στη δυτική και στην κεντρική Ασία καθώς και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Το σώμα τους, το οποίο έχει μήκος 30 εκ., καλύπτεται από … Dictionary of Greek
ζερδαβάς — ο 1. ονομασία τού ζώου σαθέριο, σαμούρι 2. το δέρμα τού ζώου αυτού, που χρησιμοποιείται για γουναρικό … Dictionary of Greek
μπουά — και μποά, το, και μπουάς, ο στενόμακρο γυναικείο περιλαίμιο από γουναρικό ή φτερά, που φοριέται αυτοτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boa «γένος ερπετών» < λατ. boa «είδος υδρόβιου φιδιού»] … Dictionary of Greek
αρκτοκέφαλος — (arctocephalus). Πτερυγιόποδο θηλαστικό, της οικογένειας των ωταριιδών, γνωστό κυρίως ως θαλάσσια αρκούδα και μαλλιαρή φώκια. Οι α. έχουν σώμα μήκους 2,5 μ. και βάρους μέχρι 200 κιλά. Το ρύγχος τους είναι μικρό και o λαιμός τους κοντός, ενώ τα… … Dictionary of Greek
γούνα — η (λ. λατ.) 1. δέρμα ζώου μαζί με το τρίχωμα: Με τη γούνα της αλεπούς κατασκευάζονται παλτά. 2. πανωφόρι από γούνα, γουναρικό. 3. φρ., «Έχω ράμματα για τη γούνα σου», γνωρίζω πράγματα που μπορεί να σε εκθέσουν· «Κάηκε η γούνα του», ζημιώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερμίνα — η (λ. γαλλ.) 1. ζώο θηλαστικό της οικογένειας Ικτίδες. 2. γουναρικό από ερμίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιντσιλά — το (λ. γαλλ.), μικρό τρωκτικό της Ν. Αμερικής που το δέρμα του είναι γουναρικό εξαιρετικής ποιότητας και αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)